διαρτώ

διαρτώ
διαρτῶ (-άω) (Α)
1. αναρτώ, εξαρτώ, κρεμώ
2. απασχολώ
3. εξαπατώ, ξεγελώ
4. αποχωρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαρτῶ — διαρτάω suspend pres imperat mp 2nd sg διαρτάω suspend pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διαρτάω suspend pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διαρτάω suspend pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διαρτάω suspend pres ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή …   Dictionary of Greek

  • ποταμοδιάρτης — ὁ, Α ο πορθμεύς σε ποταμό, αυτός που κάνει τακτικά δρομολόγια από τη μια όχθη στην άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + διαρτῶ «διαιρώ, διαχωρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”